θυμητικός

θυμητικός
-ή, -ό (Μ θυμητικός, -ή, -όν) [θυμώ (ΙΙ) θυμούμαι]
1. ενθυμητικός*
2. το ουδ. ως ουσ. το θυμητικό
α) δώρο αναμνηστικό, ενθύμιο, θυμητάρι
β) μνημονικό, ισχυρή μνήμη, ικανότητα απομνημόνευσης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τό θυμητικό(ν)
1. το θυμοειδές που κατά την πλατωνική αντίληψη αποτελούσε ένα από τα τρία μέρη τής ψυχής
2. ανάμνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταθυμητικός — καταθυμητικός, ή, όν (Α) επιθυμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμητικός (< θύμηση) (πρβλ. επι θυμητικός < επι θύμηση)] …   Dictionary of Greek

  • ενθυμητικός — ή, ό και θυμητικός, ή, ό (Μ ἐνθυμητικός, ή, όν) [ενθυμώ ενθυμούμαι] 1. αυτός που έχει ισχυρή μνήμη, που έχει την ικανότητα να προκαλεί ανάμνηση ή να θυμάται, ο εύκολος στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενθυμητικό(ν) μνήμη, μνημονικό, ευχέρεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”